- διονυχίζω
- εξετάζω κάτι εξονυχιστικά: Μη διονυχίζεις το θέμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διονυχίζω — [ονυχίζω] εξετάζω, ελέγχω εξονυχιστικά, διερευνώ με κάθε λεπτομέρεια … Dictionary of Greek